- διακρίνωμαι
- διακρί̱νωμαι , διακρίνωseparate one from anotheraor subj mid 1st sgδιακρί̱νωμαι , διακρίνωseparate one from anotherpres subj mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.